ἀστερισμοῦ

ἀστερισμοῦ
ἀστερισμός
marking with stars
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαμπαδίας — (Αστρον.). Ελληνική ονομασία του αστέρα Αλντεμπαράν (αραβ. Al Dabaran = ο ακόλουθος, λόγω του γεγονότος ότι φαίνεται να ακολουθεί τις Πλειάδες) που ανήκει στον αστερισμό του Ταύρου. Ο Λ. ονομάζεται επίσης οφθαλμός του Ταύρου, επειδή στη… …   Dictionary of Greek

  • Υάδες — I Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα …   Dictionary of Greek

  • πολυδεύκης — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ο, Ν 1. ως… …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • Βέγας — (Αστρον.). Ο λαμπρότερος αστέρας του αστερισμού της Λύρας. Σχηματίζει, μαζί με τον Αρκτούρο και τον Πολικό αστέρα, ένα τρίγωνο του οποίου κατέχει τη μία κορυφή. Έχει αστρικό μέγεθος 0,14 και απέχει από το ηλιακό σύστημα 28 έτη φωτός.… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • κηφείδες — (Αστρον.). Αστέρες που ανήκουν στην κατηγορία των μεταβλητών βραχείας περιόδου. Η λαμπρότητά τους μεταβάλλεται κανονικά από το μέγιστο προς το ελάχιστο, ενώ ο χρόνος της περιόδου τους κυμαίνεται από λίγες ώρες έως λίγες ημέρες. Οι Κ. παρουσιάζουν …   Dictionary of Greek

  • πολυδευκής — I Bλ. λ. Διόσκουροι. II (Αστρον.). Άστρο του αστερισμού των Διδύμων. Έχει οπτικό αστρικό μέγεθος 1,2 και είναι το λαμπρότερο του αστερισμού. Η λαμπρότητά του είναι 32 φορές μεγαλύτερη της ηλιακής. Απέχει από τον Ήλιο 11 παρσέκ. * * * ές, Α 1.… …   Dictionary of Greek

  • σκορπίος — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”